- προχειράριος
- ὁ, Μαυτός που γράφει καθ' υπαγόρευσιν, ο γραμματέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + χείρ, χειρός + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -arius)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προχειρογράφος — ο, η, ΝΑ νεοελλ. αυτός που γράφει με προχειρότητα, αυτός τού οποίου τα γραπτά διακρίνονται για την προχειρότητά τους αρχ. προχειράριος*, γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + γράφος*] … Dictionary of Greek
προχειροφόρος — ὁ, Α προχειράριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχειρος + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek